- λιγοέξοδος
- η , ο1) недорогой, экономичный, не требующий больших расходов; 2) бережливый, экономный (о человеке)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ολιγοέξοδος — και λιγοέξοδος, η, ο ολιγοδάπανος, φειδωλός, οικονόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ολιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + έξοδο. Η λ. μαρτυρείται από το 1855 στον Γ. Παγώνα] … Dictionary of Greek